spiono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiono | spionoj |
αιτιατική | spionon | spionojn |
spiono (eo)
- ο κατάσκοπος, ο σπιούνος