Μετάβαση στο περιεχόμενο

spirituel

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spirituel spirituels

spirituel (fr) αρσενικό

  1. πνευματικός
  2. πνευματώδης