spis treści

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

spis treści < spis + treść

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

spis treści (pl) αρσενικό