spleen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spleen (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spleen < αγγλική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spleen | spleens |
spleen (fr) αρσενικό
- η μελαγχολία, η κατάθλιψη