splendid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- splendid < λατινική splendidus < splendeo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *splnd-eh₁- (εκδηλώνομαι, φανερώνομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
splendid (en)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
splendid!