splice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
splice | splices |
splice (en)
- (ναυτικός όρος) ναυτικός κόμπος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | splice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splices |
αόριστος | spliced |
παθητική μετοχή | spliced |
ενεργητική μετοχή | splicing |
splice (en)