splitter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
splitter (en)
- διαχωριστής
- (προφορικό) επιστήμονας ο οποίος υπερβάλλει στο να διαχωρίζει περισσότερα είδη από τα απαραίτητα
- (τεχνολογία) διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές εξόδους (πχ. έχω μόνο μία κιθάρα, αλλά με splitter την διανέμω σε δύο ενισχυτές | έχω μόνο μία κονσόλα, αλλά με splitter την διανέμω σε τρεις τηλεοράσεις)
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
splitter (de)