Μετάβαση στο περιεχόμενο

spokesman

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
spokesman spokesmen

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spokesman (en)

  • ο εκπρόσωπος τύπου
      The government spokesman was caught off guard by journalists.
    Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε αμελέτητος από τους δημοσιογράφους.

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]