Μετάβαση στο περιεχόμενο

spolium

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spolium < πρωτοϊταλική *spoli(o)- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spol(H)-i(o)-[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spolium (la) ουδέτερο

  1. δέρμα / τομάρι ζώου
  2. (μεταφορικά) τα όπλα ή η πανοπλία που αφαιρούνται από ηττημένο εχθρό
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) λεία, λάφυρο
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική spolium spolia
γενική spoliī & spoli spoliōrum
δοτική spoliō spoliīs
αιτιατική spolium spolia
κλητική spolium spolia
αφαιρετική spoliō spoliīs
(β' κλίση)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Michiel de Vaan, Etymological dictionary of Latin and the other Italic languages, εκδ. Brill, Leiden, Boston 2008, σελ. 581–582