sporadique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spɔ.ʁa.dik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sporadique | sporadiques |
sporadique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sporadique | sporadiques |
sporadique (fr) αρσενικό ή θηλυκό