sporo
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Αριθμητικό
[επεξεργασία]sporo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με γενική (dopełniacz) πληθυντικού