spot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spot < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
spot (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spot (en)
- σημείο, τόπος, θέση
- Show us the exact spot where you found the gun.
- Δείξε μας την ακριβή θέση όπου βρήκες το όπλο.
- κηλίδα, λεκές
- στάλα
- βούλα, στίγμα, πουά
- σπυρί
- σφήνα σε πρόγραμμα