sprint
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sprint | sprints |
sprint (en)
- (αθλητισμός) το σπριντ, ονομασία αγωνισμάτων δρόμου μικρών σχετικά αποστάσεων στα οποία ο αθλητής τρέχει με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα
- (γενικότερα) πολύ γρήγορο τρέξιμο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
sprint (running) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sprint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sprints |
αόριστος | sprinted |
παθητική μετοχή | sprinted |
ενεργητική μετοχή | sprinting |
sprint (en)