sprinter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sprinter | sprinters |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sprinter (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sprinter < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sprinter | sprinters |
θηλυκό | sprinteuse | sprinteuses |
- (αθλητισμός) δρομέας ή ποδηλάτης, με ιδιαίτερες ικανότητες στην επιτάχυνση
Ρήμα[επεξεργασία]
sprinter (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιταχύνω και διατηρώ την ταχύτητά μου, κυρίως προς το τέλος ενός αγώνα
- (οικείο) τρέχω ή ποδηλατώ πολύ γρήγορα
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sprinter (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο σπρίντερ
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -er, για ουσιαστικό (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Αθλητισμός (γαλλικά)
- Ρήματα (γαλλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Αθλητισμός (πορτογαλικά)