squash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
squash (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
squash | squashes / squash |
squash (en)
- (αθλητισμός) το παιχνίδι σκουός
- (σπάνια στον πληθυντικό) στριμωξίδι, συνωστισμός
- ζούληγμα, σύνθλιψη· ο ήχος πλατς (ή σπλατς), της σύνθλιψης
- (φρούτο, αμετάβλητο στον πληθυντικό) κολοκύθι· τα κολοκυθάκια
Ρήμα[επεξεργασία]
squash (en)
- στίβω, ζουλάω, συνθλίβω
- στριμώχνω, συνωστίζομαι
- (καθομιλουμένη) καταστέλλω, καταπνίγω
- (καθομιλουμένη) αποστομώνω
Πηγές[επεξεργασία]
- D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 666.