squeaker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
squeaker | squeakers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
squeaker (en)
- άτομο που σκούζει, φωνάζει
- νίκη παρά τρίχα
ενικός | πληθυντικός |
squeaker | squeakers |
squeaker (en)