squint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

squint (en)

  1. κοιτάζω με τα μάτια μισόκλειστα
  2. κοιτάζω λοξά, ρίχνω ματιές προς τα πλάγια
  3. αλληθωρίζω, πάσχω από στραβισμό