squint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
squint (en)
- κοιτάζω με τα μάτια μισόκλειστα
- κοιτάζω λοξά, ρίχνω ματιές προς τα πλάγια
- αλληθωρίζω, πάσχω από στραβισμό