stacio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stacio | stacioj |
αιτιατική | stacion | staciojn |
stacio (eo)
- ο σταθμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stacio | stacioj |
αιτιατική | stacion | staciojn |
stacio (eo)