stagiaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stagiaire | stagiaires |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stagiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- το σταζιέρ, ο μαθητευόμενος
ενικός | πληθυντικός |
stagiaire | stagiaires |
stagiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό