stagnant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

stagnant (en)

stagnant waters - λιμνάζοντα νερά
a stagnant economy - μία οικονομία σε στασιμότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

stagnant (fr)

eaux stagnantes - λιμνάζοντα νερά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη stagner



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

stagnant (ro)