stand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stand | stands |
stand (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands |
αόριστος | stood |
παθητική μετοχή | stood |
ενεργητική μετοχή | standing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stand (en)
- (αμετάβατο) στέκομαι, είμαι στα πόδια μου, είμαι σε όρθια θέση
- ↪ I am so weak I can’t stand on my own feet.
- Είμαι τόσο αδύνατος που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου.
- ↪ I stood the entire bus trip.
- Στάθηκα όρθιος σ' όλο το δρόμο με το λεωφορείο.
- ↪ He was standing in the doorway/at the door.
- Στεκόταν στην πόρτα.
- ↪ Stand straight!
- Στάσου ίσια!
- ↪ He went and stood by the window.
- Πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο.
- ↪ Stand back!
- Σταθείτε μακριά/πιο πίσω!
- ↪ Stand clear of the gates!
- Μη στέκεστε στις πόρτες!
- ↪ Why don’t you help instead of standing around and just looking?
- Γιατί δεν βοηθάς αντί να στέκεσαι και να κοιτάζεις μόνο;
- ↪ I am so weak I can’t stand on my own feet.
- (αμετάβατο) σηκώνομαι στα πόδια από άλλη θέση
- (μεταβατικό) ακουμπάω, βάζω κάτι κάποιον σε κάθετη θέση κάπου
- ↪ Don’t stand the ladder against the wall.
- Μην ακουμπάς τη σκάλα στον τοίχο.
- ↪ Don’t stand the ladder against the wall.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) ανέχομαι, αντέχω, σηκώνω, χρησιμοποιείται ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις για να τονίσω ότι δεν μου αρέσει κάποιος ή κάτι
- ↪ I can’t stand rude people.
- Δεν ανέχομαι τους αγενείς.
- ↪ I can’t stand him any longer.
- Δεν τον ανέχομαι πια.
- ↪ I can’t stand that guy.
- Δεν τον αντέχω τον τύπο.
- ↪ I can’t stand fools.
- Δεν τους σηκώνω τους βλάκες.
- ↪ I will not stand disobedience.
- Δε σηκώνω απειθαρχία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tolerate
- ↪ I can’t stand rude people.
- (μεταβατικό) ανέχομαι, αντέχω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι μπορεί να επιβιώσει από κάτι ή μπορεί να ανεχθεί κάτι χωρίς να πληγωθεί ή να καταστραφεί
- ↪ I can’t stand seeing animals being tortured.
- Δεν αντέχω να βλέπω να βασανίζουν ζώα.
- ↪ How can you stand that noise/behavior?
- Πώς ανέχεσαι αυτό το θόρυβο/φέρσιμο;
- ↪ I can’t stand the heat.
- Δεν ανέχομαι/αντέχω τη ζέστη.
- ↪ I can’t stand it any longer.
- Δεν το αντέχω άλλο πια.
- ↪ I can’t stand loud music.
- Δεν αντέχω τη δυνατή μουσική.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tolerate
- ↪ I can’t stand seeing animals being tortured.
- (αμετάβατο) υψώνομαι, βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ↪ A wall stood between the two gardens.
- Ένας τοίχος υψωνόταν ανάμεσα στους δυο κήπους.
- ↪ A wall stood between the two gardens.
- (αμετάβατο) υψώνομαι, είμαι σε συγκεκριμένο ύψος
- ↪ The skyscraper stands 150 meters above the ground.
- Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
- ↪ The skyscraper stands 150 meters above the ground.
- (αμετάβατο) έχω, βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου είναι πιθανό να κάνω κάτι
- ↪ What do we stand to gain from this treaty?
- Τι όφελος θα έχουμε από αυτή τη συνθήκη;
- ↪ What do we stand to gain from this treaty?
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'stand' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'stand' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- stand (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- stand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67, 75, 151, 638, 785, 815, 926. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανέχομαι, αντέχω, άχτι, όφελος, σηκώνω, στέκομαι, υψώνω