stand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stand | stands |
stand (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands |
αόριστος | stood |
παθητική μετοχή | stood |
ενεργητική μετοχή | standing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stand (en)
- στέκομαι (και μεταφορικά)