stand up for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stand up for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands up for |
αόριστος | stood up for |
παθητική μετοχή | stood up for |
ενεργητική μετοχή | standing up for |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stand up for (en)
- υπερασπίζομαι κάποιον, παίρνω το μέρος κάποιου