Μετάβαση στο περιεχόμενο

standard of living

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
standard of living standards of living

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
standard of living <  δείτε τις λέξεις standard, of και living

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

standard of living (en)

  • το βιοτικό επίπεδο, η ζωή από την άποψη των συνθηκών και του περιβάλλοντος, της ποιότητας
    παράδειγμα  Standards of living improved rapidly during the post-war economic boom.
    Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]