standard of living
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| standard of living | standards of living |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]standard of living (en)
- το βιοτικό επίπεδο, η ζωή από την άποψη των συνθηκών και του περιβάλλοντος, της ποιότητας
Standards of living improved rapidly during the post-war economic boom.
- Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
standard of living στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
[επεξεργασία]- standard of living - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωή