start
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
start | starts |
start (en)
- η αρχή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | start |
γ΄ ενικό ενεστώτα | starts |
αόριστος | started |
παθητική μετοχή | started |
ενεργητική μετοχή | starting |
start (en)
- αρχίζω, ξεκινώ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, βάζω εμπρός, ξεκινώ όχημα ή μηχανή
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βάζω εμπρός, κάτι αρχίζει να υπάρχει, κάνω κάτι να αρχίσει να υπάρχει
- ↪ I start a business.
- Βάζω εμπρός μια επιχείρηση.
- ↪ I start a business.
- (αμετάβατο) κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- start - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 448-449, 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, κινώ, ξεκινώ