Μετάβαση στο περιεχόμενο

start

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
start starts

start (en)

  1. η αρχή
  2. το ξεκίνημα
      She moved to Thessaloniki for a new start.
    Μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για ένα καινούριο ξεκίνημα.
ενεστώτας start
γ΄ ενικό ενεστώτα starts
αόριστος started
παθητική μετοχή started
ενεργητική μετοχή starting

start (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αρχίζω, ξεκινώ
      The performance started early.
    Η παράσταση άρχισε νωρίς.
     συνώνυμα:  begin, commence και get
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, βάζω εμπρός, ξεκινώ όχημα ή μηχανή
      I can not start my car.
    Δεν μπορώ να κινήσω/ξεκινήσω το αυτοκίνητό μου.
      just before the train started - λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο
      I start a car.
    Βάζω εμπρός ένα αυτοκίνητο.
      The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
    Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
     συνώνυμα: start up
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) βάζω εμπρός, κάτι αρχίζει να υπάρχει, κάνω κάτι να αρχίσει να υπάρχει
      I start a business.
    Βάζω εμπρός μια επιχείρηση.
  4. (αμετάβατο) κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
      He started for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
      They started at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη set off

Παράγωγα

[επεξεργασία]