start out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας start out
γ΄ ενικό ενεστώτα starts out
αόριστος started out
παθητική μετοχή started out
ενεργητική μετοχή starting out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

start out < → δείτε τις λέξεις start και out

Ρήμα[επεξεργασία]

start out (en)

  • κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    He started out for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    They started out at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set off

Πηγές[επεξεργασία]