stat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
stat (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ιατρική) αμέσως
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stat (da)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stat (no)
Παπιαμέντο (pap)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stat
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stat (sv)