station-service
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
station-service | stations-service |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station-service (fr) θηλυκό
- το βενζινάδικο, το πρατήριο βενζίνης