Μετάβαση στο περιεχόμενο

stationary

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsteɪʃ(ə)n(ə)ɹi/ (βρετανικό)
ομόηχο: stationery (γραφική ύλη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stationary (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακίνητος, σταθερός, που δε κινείται ή δεν θέλει να κινηθεί
      The car remained stationary all month long.
    Το αυτοκίνητο έμεινε ακίνητο όλο το μήνα.
      In the past, they believed the earth was stationary.
    Παλιά πίστευαν ότι η γη είναι ακίνητη.
      The guard is standing stationary.
    Ο φρουρός στέκει ακίνητος.
      a stationary crane - σταθερός γερανός
     συνώνυμα:  at rest, immobile, motionless, still και unmoving