statuette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
statuette statuettes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
statuette < γαλλική statuette. Μορφολογικά αναλύεται σε statue + -ette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌstætjuˈɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statuette (en)



      ενικός         πληθυντικός  
statuette statuettes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
statuette < statue + -ette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sta.tɥɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statuette (fr) θηλυκό