statuette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
statuette | statuettes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌstætjuˈɛt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statuette (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
statuette | statuettes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statuette (fr) θηλυκό
- (γλυπτική) το αγαλματάκι, το αγαλματίδιο, το αγαλμάτιο, το ειδώλιο
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -ette (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γλυπτική (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -ette (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γλυπτική (γαλλικά)