Μετάβαση στο περιεχόμενο

steeple

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

steeple (en)

  1. πυργοειδής κατασκευή με αιχμηρή απόληξη που αποτελεί μέρος ενός ναού
  2. πυργίσκος με οβελίσκο