steeply

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός steeply
συγκριτικός more steeply
υπερθετικός most steeply

Ετυμολογία [επεξεργασία]

steeply < steep + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

steeply (en)

  • απότομα
    The road climbs steeply towards the mountain.
    Ο δρόμος ανεβαίνει απότομα προς το βουνό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abruptly