steinbock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Steinbock

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

steinbock (en)

  1. είδος αγριοκάτσικου



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

steinbock (fr) αρσενικό

  1. είδος μικρής αντιλόπης που ζει στις στέπες της νότιας Αφρικής