step
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
step | steps |
step (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | step |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steps |
αόριστος | stepped |
παθητική μετοχή | stepped |
ενεργητική μετοχή | stepping |
step (en)
- προχωρώ
- βηματίζω, περπατώ
- (συνεκδοχικά) βηματίζω, πηγαίνω αργά