Μετάβαση στο περιεχόμενο

stepmom

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stepmom stepmoms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stepmom < step- + mom

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stepmom (en)