Μετάβαση στο περιεχόμενο

stepsister

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stepsister stepsisters

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stepsister < step- + sister

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stepsister (en)