Μετάβαση στο περιεχόμενο

sterilisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sterilisation sterilisations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sterilisation < sterile + -isation ή sterilise + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sterilisation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, βρετανική γραφή)

  1. η αποστείρωση, καταστροφή όλων των ζωντανών μικροοργανισμών
      Sterilization of surgical tools and hospital materials is done in furnaces.
    Η αποστείρωση των χειρουργικών εργαλείων και του νοσοκομειακού υλικού γίνεται σε κλιβάνους.
  2. η στείρωση, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στειρώνω
      The existence of so many stray animals in cities makes us think that their sterilization would be preferable.
    Η ύπαρξη τόσων αδέσποτων ζώων στις πόλεις μάς κάνει να σκεφτόμαστε ότι η στείρωσή τους θα ήταν προτιμότερη.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]