sterilize
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sterilize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sterilizes |
αόριστος | sterilized |
παθητική μετοχή | sterilized |
ενεργητική μετοχή | sterilizing |
Ρήμα
[επεξεργασία]sterilize (en)
ενεστώτας | sterilize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sterilizes |
αόριστος | sterilized |
παθητική μετοχή | sterilized |
ενεργητική μετοχή | sterilizing |
sterilize (en)