sterniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα sterniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | sterniĝas | sterniĝanta | sterniĝata |
αόριστος | sterniĝis | sterniĝinta | sterniĝita |
μέλλοντας | sterniĝos | sterniĝonta | sterniĝota |
υποθετική | sterniĝus | - | - |
προστακτική | sterniĝu | - | - |
sterniĝi (eo)