steroid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
steroid steroids

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

steroid (en)

  • το στεροειδές
    ⮡  Steroids include cholesterol and many hormones such as estrogen, testosterone, progesterone, and cortisol.
    Στα στεροειδή ανήκουν η χοληστερίνη και πολλές ορμόνες όπως τα οιστρογόνα, η τεστοστερόνη, η προγεστερόνη και η κορτιζόλη.