stimulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stimulo | stimuloj |
αιτιατική | stimulon | stimulojn |
stimulo (eo)
- η ενθάρρυνση, η παρότρυνση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη stimul-