stir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stir |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stirs |
αόριστος | stirred |
παθητική μετοχή | stirred |
ενεργητική μετοχή | stirring |
Ρήμα[επεξεργασία]
stir (en)
- (μεταβατικό) ανακατεύω κάποιο υγρό, ουσία
- (μεταβατικό) κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- stir - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48, 234, 448-449. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατεύω, διεγείρω, κινώ