stirring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | stirring |
συγκριτικός | more stirring |
υπερθετικός | most stirring |
Επίθετο
[επεξεργασία]stirring (en)
- συναρπαστικός, συνταρακτικός, προκαλεί έντονα συναισθήματα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stirring (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του stir
Πηγές
[επεξεργασία]- stirring (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843, 852. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπαστικός, συνταρακτικός