stoika
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stoika | stoikaj |
αιτιατική | stoikan | stoikajn |
stoika (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stoika | stoikaj |
αιτιατική | stoikan | stoikajn |
stoika (eo)