stolen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
stolen (en) (χωρίς παραθετικά)
- κλεμμένος
- ↪ Unknown individuals abandoned the stolen car in a deserted location.
- Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία.
- ↪ Unknown individuals abandoned the stolen car in a deserted location.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
stolen (en)