Μετάβαση στο περιεχόμενο

stolice

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

stolice (pl)

  • stolica στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stolice (cs) θηλυκό