stolice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

stolice (pl)

  • stolica στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stolice (cs) θηλυκό