stomatico
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- stomatico < αρχαία ελληνική στοματικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stomatico (it)
- (γαστρονομία) τύπος μπισκότου
Επίθετο
[επεξεργασία]stomatico (it)
- (φαρμακευτική) φάρμακα χρήσιμα στη θεραπεία των νόσων του βλεννογόνου του στόματος
- (βοτανική) κύτταρα φυτών