Μετάβαση στο περιεχόμενο

stoppage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stoppage stoppages

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stoppage < stop + -age

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stoppage (en)