Μετάβαση στο περιεχόμενο

storyline

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
storyline storylines

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
storyline < story + line

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

storyline (en)

  • η υπόθεση, η ιστορία, η πλοκή
      The storyline is simple/original/complex.
    H υπόθεση είναι απλή/πρωτότυπη/πολύπλοκη.
      interesting/complex storyline - ενδιαφέρουσα/σύνθετη πλοκή
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη plot