stos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stɔs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stos (pl) αρσενικό

  1. (πληροφορική), (κοινά) η στοίβα
  2. η πυρά, ο σωρός από ξύλα για κάψιμο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • śmierć na stosie : θάνατος στην πυρά