stos
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stos (pl) αρσενικό
- (πληροφορική), (κοινά) η στοίβα
- η πυρά, ο σωρός από ξύλα για κάψιμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- śmierć na stosie : θάνατος στην πυρά