stosunkowo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
stosunkowo (pl) < stosunkowy (pl)
Επίρρημα[επεξεργασία]
stosunkowo (pl)
- σχετικώς, σχετικά (σε σύγκριση με κάποιον ή κάτι)
- Niemcy zarabiają więcej, ale ceny w Niemczech są stosunkowo wyższe - οι Γερμανοί βγάζουν περισσότερα αλλά οι τιμές στη Γερμανία είναι σχετικά ψηλότερες